αγάντζωτος

αγάντζωτος
η , ο не пойманный на крюк, незагарпуненный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αγάντζωτος" в других словарях:

  • αγάντζωτος — η, ο [γαντζώνω] 1. αυτός που δεν πιάστηκε ή δεν μπορεί να πιαστεί με γάντζο 2. αυτός που δεν γαντζώθηκε, δεν κρεμάστηκε από κάπου …   Dictionary of Greek

  • αγάντζωτος — η, ο αυτός που δεν έχει γαντζωθεί από κάπου ή αυτός που δεν έχει πιαστεί με γάντζο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»